Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επαΐγδην — ἐπαΐγδην (Α) επίρρ. 1. με ορμή, ορμητικά 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαΐγδην ὅσον ἐπιψαῡσαι» … Dictionary of Greek
ἐπαίγδην — impetuously indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)